ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΑΜΒΑΚΑΣ MD PhD
         ΓΕΝΙΚΟΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ


 
ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΠΑΡΟΣΚΟΠΙΚΗ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ 
ΟΓΚΟΛΟΓΙΚΗ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ
ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΕΝΔΟΚΡΙΝΩΝ ΑΔΕΝΩΝ
ΙΑΤΡΕΙΟ : ΚΗΦΙΣΙΑΣ 40   
2107702244-249  6932710721
 
   Home      Κλασσική Χειρουργική      Κήλες
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
  
 
 
 
 
 

 
Τι είναι η κήλη
 
  

 
Ας αναλογιστούμε την προβληματική περιοχή σαν μια παγωμένη λίμνη στο κέντρο της οποίας υπάρχει μια τρύπα στον πάγο. Πολλοί χειρουργοί θεωρούν ότι η κήλη είναι απλά αυτό, μια τρύπα στο κοιλιακό τοίχωμα η οποία πρέπει να αποκατασταθεί. Κοιτάτε καλύτερα την φωτογραφία. Η τρύπα περιβάλλεται από μια περιοχή με λεπτό πάγο. Έτσι και στις κήλες δεν μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε σαν μια απλή εμφανή τρύπα. Υπάρχει πάντοτε μια περιβάλλουσα εξασθενισμένη περιοχή η οποία έχει μεγάλη σημασία στην αντιμετώπιση και χρήζει ιδιαίτερης προσοχής.
 
Πως θα ξέρω ότι έχω κήλη:
 
Πιθανόν να έχετε προσέξει μια προπέτεια ή ένα «φούσκωμα» στην βουβωνική περιοχή ή αλλού το οποίο να σας προκαλεί μια ήπια ή αρκετή δυσφορία. Όταν ξαπλώνετε ή με πίεση με τα δάκτυλα προς τα μέσα αυτό εξαφανίζεται για να επιστρέψει πάλι όταν βρίσκεστε στην όρθια θέση ή όταν εκτελείτε μια βαριά εργασία ή αθλείστε ή ακόμη πιο συχνά όταν βήχετε.
Τι προκαλεί τις κήλες;
Οι κήλες συνήθως προκαλούνται είτε εκ γενετής είτε με την εξασθένηση των κοιλιακών τοιχωμάτων λόγω  ηλικίας. Μπορούν να συμβούν επίσης από εργώδεις ασχολίες όπως πχ από την ανύψωση βαρέων αντικειμένων ή με την  εγκυμοσύνη. Συχνά απλά συμβαίνει χωρίς να μπορούμε να προσδιορίσουμε την αιτία.
 
Τύποι κήλης
 
 
 
Η κήλη είναι συνήθως μια πρόπτωση του εντέρου διαμέσου μιας εξασθενημένης περιοχής του κοιλιακού τοιχώματος.
 
Αντιμετωπίζουμε τις ακόλουθες κήλες:
 
Βουβωνοκήλη
 
   
 

Η βουβωνική περιοχή είναι η πιο συνήθης θέση για την εμφάνιση κήλης, η οποία και ονομάζεται βουβωνοκήλη. Αυτό συμβαίνει, επειδή το κοιλιακό τοίχωμα στη συγκεκριμένη ανατομική θέση δέχεται τεράστιες ενδοκοιλιακές πιέσεις, ενώ παράλληλα εμπεριέχει πολλές και σύνθετες ανατομικές δομές. Αναλυτικότερα, στη βουβωνική χώρα υπάρχει ο βουβωνικός πόρος. Πρόκειται για ένα λοξό κανάλι, διαμέσου του οποίου διέρχονται ο σπερματικός τόνος για τους άνδρες και ο στρογγύλος σύνδεσμος της μήτρας για τις γυναίκες, αιμοφόρα και λεμφικά αγγεία, καθώς και νεύρα. Επίσης, μέσα από τον βουβωνικό πόρο γίνεται η κάθοδος των όρχεων στους άρρενες κατά τη διάρκεια του σχηματισμού των ανατομικών δομών , οι οποίοι καταλήγουν στο όσχεο. Όταν δημιουργείται μία βουβωνοκήλη, σχηματίζεται ένας σάκος από το περιτόναιο,ένα εκκόλπωμα  δηλαδή, μια μεμβράνη που καλύπτει το περιεχόμενο του σάκου που προβάλλει από το εσωτερικό της κοιλιάς. Στον σάκο αυτό προσπίπτει  ενδοκοιλιακό περιεχόμενο που μπορεί να είναι επίπλουν, λεπτό έντερο και σπανιότερα παχύ έντερο ή ουροδόχος κύστη.Η βουβωνοκήλη διακρίνεται σε λοξή και ευθεία.

Λοξή βουβωνοκήλη, είναι η κήλη εκείνη της οποίας το προσπίπτον σπλάχνο περνάει μέσα από το έσω στόμιο του βουβωνικού πόρου και ακολουθεί την πορεία του σπερματικού πόρου και των αγγείων του όρχεως προς το όσχεο. Σε περίπτωση μεγάλης λοξής βουβωνοκήλης το περιεχόμενο της κήλης μπορεί να κατέρχεται μέχρι και το όσχεο, το οποίο και διατείνεται και η κήλη ονομάζεται οσχεοβουβωνοκήλη ή πιο απλά οσχεοκήλη. Όσχεο, εϊναι ο ανατομικός σάκος μέσα στον οποίο, στον άνδρα, βρίσκονται οι όρχεις. Η λοξή βουβωνοκήλη είναι η συνηθέστερη μορφή συγγενούς κήλης. Εμφανίζεται σε βρεφική ή παιδική ηλικία, κατεξοχήν σε αγόρια, και οφείλεται σε ατελή σύγκληση του ελυτροπεριτοναϊκού πόρου κατά την κάθοδο του όρχεως από την κοιλιά στο όσχεο. Οι συγγενείς βουβωνοκήλες είναι συχνές σε αδύνατα άτοµα. 
Ευθεία βουβωνοκήλη, είναι η κήλη της οποίας το προσπίπτον σπλάχνο δεν περνάει από το έσω βουβωνικό στόμιο αλλά προβάλλει από το έδαφος (το οπίσθιο τοίχωμα) του βουβωνικού πόρου, από κάποιο ευένδοτο σημείο της εγκάρσιας περιτονίας που, ως γνωστό, αποτελεί το οπίσθιο τοίχωμα του βουβωνικού πόρου. Οι λοξές βουβωνοκήλες είναι συχνότερες από της ευθείες βουβωνοκήλες και εμφανίζονται συνηθέστερα σε άνδρες νέας ηλικίας. Η ευθεία είναι η συνηθέστερη βουβωνοκήλη στις γυναίκες, ενώ στους άνδρες εμφανίζεται συνηθέστερα σε άτομα μεγάλης ηλικίας.

Οι βουβωνοκήλες αποτελούν ένα από τα συχνότερα χειρουργικά προβλήµατα στην κλινική πράξη και αντιπροσωπεύουν περίπου το 10% του συνόλου των επεμβάσεων  παγκοσμίως.

Η βουβωνοκήλη είναι η συνηθέστερη από τις κήλες του ανθρώπινου σώματος και αποτελεί το 75% του συνολικού αριθμού των κηλών, του κοιλιακού τοιχώματος. Περίπου το 50% των βουβωνοκηλών είναι λοξές και 25% ευθείες. Οι µετεγχειρητικές κήλες αποτελούν το 10%, ενώ οι µηροκήλες το 5% των περιπτώσεων. Σπάνια είδη κηλών αποτελούν το υπόλοιπο 5-10%.

Οι λοξές βουβωνοκήλες αφορούν νεαρούς άνδρες, συνήθως είναι ετερόπλευρες και παρουσιάζουν συχνότερα τάση για περίσφιξη. Οι ευθείες βουβωνοκήλες είναι συνήθως αμφοτερόπλευρες, σπάνια παθαίνουν περίσφιξη, ενώ σε αντίθεση με τις λοξές βουβωνοκήλες αφορούν κυρίως άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και οφείλονται σε εξασθένιση των μυών του κοιλιακού τοιχώματος. Οι ευθείες κήλες είναι σπανιότερες στις γυναίκες.

Οι βουβωνοκήλες της δεξιάς πλευράς είναι πιο συχνές από αυτές της αριστερής. Γενικά οι βουβωνοκήλες είναι συχνότερες στους άνδρες 80%, παρά στις γυναίκες 20%. Υπολογίζεται ότι βουβωνοκήλη θα εμφανίσει το 27% των ανδρών και το 3% των γυναικών. Η συχνότητα της βουβωνοκήλης στους άνδρες εξαρτάται ξεκάθαρα από την ηλικία. Για έναν ενήλικα άνδρα, η επίπτωση αυξάνεται σταθερά µε την ηλικία και έχει αναφερθεί ότι πλησιάζει το 50% στους άνδρες άνω των 75 ετών.

  
Μηροκήλη
 
   
 

Η μηροκήλη δηµιουργείται σε έναω ανατομικό χώρο, ο οποίος ονομάζεται μηριαίος δακτύλιος και αφορίζεται προς τα πάνω από τον λαγονοηβικό πόρο,προς τα κάτω από τον σύνδεσµο του Cooper, προς τα έξω από τη µηριαία φλέβα και από την κατάφυση του λαγονοηβικού πόρου στο σύνδεσµο του Cooper επί τα έσω. Κατά την κλινική εξέταση ανευρίσκεται συνήθως επώδυνο ψηλαφητό µόρφωµα, κάτω από τον βουβωνικό σύνδεσµο. Πρέπει να σηµειωθεί ότι µερικές µηροκήλες παρουσιάζονται ως διόγκωση η οποία επικάθεται πάνω στην περιτονία του έξω λοξού κοιλιακού µυός στην περιοχή του βουβωνικού πόρου. Σε αυτή την περίπτωση η κήλη εξέρχεται από τον µηριαίο πόρο, κάτω από τον βουβωνικό σύνδεσµο και στη συνέχεια ακολουθεί µια ανοδική πορεία πάνω από τον βουβωνικό πόρο.

Οι µηροκήλες αντιστοιχούν στο 8-10% όλων των περιπτώσεων κήλης της βουβωνικής χώρας. Είναι πιο συχνές σε ηλικιωµένους ασθενείς και για τους άνδρες σε εκείνους µε παλαιότερη επέµβαση πλαστικής αποκατάστασης βουβωνοκήλης. Η επίπτωση στις γυναίκες είναι τετραπλάσια από αυτή των ανδρών, λόγω της µικρότερης συχνότητας της βουβωνοκήλης στις γυναίκες.

Το µέγεθος και το σχήµα του µηριαίου δακτυλίου και η αυξηµένη ενδοκοιλιακή πίεση είναι παράγοντες που συμβάλλουν στην εµφάνιση µιας µηροκήλης. Η µηριαία φλέβα και ο άνω κλάδος του ηβικού οστού αποτελούν τα όρια του µηριαίου δακτυλίου προς τα πλάγια και προς τα κάτω. Αυτές οι δυο ανατομικές δοµές είναι ανένδοτες και συνεπώς δεν είναι παράγοντες στον σχηµατισµό αυτού του τύπου κήλης. Ο λαγονοηβικός σύνδεσµος προσθίως και επί τα εντός παρουσιάζεται με διάφορες εκδοχές, γεγονός που ευθύνεται για την ποικιλοµορφία, που επιτρέπει την εµφάνιση της μηροκήλης. Ο λαγονοηβικός σύνδεσµος φυσιολογικά καταφύεται και εισέρχεται για ένα διάστηµα 1-2 cm κατά µήκος της κτενιαίας γραµµής µεταξύ του ηβικού φύµατος και της µέσης µοίρας του άνω κλάδου του ηβικού οστού. Μια µηροκήλη µπορεί να εµφανιστεί, αν η κατάφυση είναι µικρότερη από 1 µε 2 cm ή αν είναι µετατοπισµένη επί τα εντός. Το καθαρό αποτέλεσµα είτε της µίας είτε της άλλης περίπτωσης είναι η διεύρυνση του µηριαίου δακτυλίου, η οποία προδιαθέτει στην εµφάνιση της μηροκήλης.

Οι µηροκήλες που εµφανίζονται µετά από βουβωνοπλαστική είτε δεν έχουν διαγνωσθεί κατά την πρώτη επέµβαση, είτε µπορεί να έχουν προκληθεί από την επέµβαση. Είναι συχνά δύσκολος ο διαχωρισµός µεταξύ του φυσιολογικού µηριαίου βύσµατος λιπώδους-συνδετικού ιστού που βρίσκεται στο µηριαίο δακτύλιο και µιας αληθούς µηροκήλης. Έχει προταθεί ότι η αυξηµένη επίπτωση µηροκήλης σε µια µελέτη λαπαροσκοπικής βουβωνοπλαστικής µπορεί να είναι αποτέλεσµα αυτού του λάθους. Σε απουσία κλινικών ενδείξεων µηροκήλης, ο χειρουργός θα πρέπει να αποφύγει χειρισµούς του λίπους του µηριαίου δακτυλίου, διότι ακατάλληλοι χειρισµοί µπορεί να καταργήσουν τις προστατευτικές του ιδιότητες και να προδιαθέσουν τον ασθενή στην εµφάνιση αληθούς µηροκήλης.

Η µηροκήλη παρουσιάζεται σαν μια διόγκωση κάτω από τον βουβωνικό σύνδεσµο και αµέσως πλάγια από το ηβικό φύµα. Οι µηροκήλες είναι υπερδιεγνωσµένες λόγω της παρουσίας του προβάλλοντος λιπώδους ιστού, ο οποίος φυσιολογικά βρίσκεται στο μηριαίο δακτύλιο και προκαλεί τη λεγόµενη ψευδοµηροκήλη. Αδύνατοι ασθενείς συνήθως έχουν προβάλλοντες µάζες αµφοτερόπλευρα κάτω από τον βουβωνικό σύνδεσµο, επί τα εντός των µηριαίων αγγείων. Είναι ασυµπτωµατικές και εξαφανίζονται στην ύπτια θέση. Χειρουργική αποκατάσταση δεν ενδείκνυται στις περιπτώσεις αυτές.

Οι µηροκήλες είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες λόγω των συµπαγών δοµών που αποτελούν τον µηριαίο δακτύλιο. Η παραµικρή ποσότητα οιδήµατος στον δακτύλιο µπορεί να προκαλέσει γαγγραινώδεις µεταβολές στο περιεχόµενο του σάκου µε συνέχιση προς τα άπω στο µηριαίο κανάλι και τον µηρό.40% από τις μηροκήλες παρουσιάζονται ως επείγοντα περιστατικά µε µη ανάταξη μορφή ή περίσφιξη. Το ποσοστό θνητότητας για την επείγουσα αντιµετώπιση είναι υψηλότερο από αυτό της αντιµετώπισης του, ως προγραμματισμένου περιστατικού.

Η αποκατάσταση της µηροκήλης γίνεται µε τη µέθοδο McVay. Τόσο η προπεριτοναϊκή όσο και η λαπαροσκοπική προσπέλαση παρέχουν εξέχουσα απεικόνιση και πρόσβαση στην περιοχή. Τα σηµαντικά βήµατα στην αποκατάσταση της µηροκήλης είναι η παρασκευή και εκτοµή του σάκου και στη συνέχεια επικάλυψη του µηριαίου ελλείµµατος µε πλέγµα ή συµπλησιασµός του λαγονοηβικού πόρου προς το σύνδεσµο του Cooper. Εάν αναδειχθεί κατά την επέµβαση ότι υπάρχει εντερική περίσφιξη, τότε πρέπει να εξασφαλισθεί η βιωσιµότητα του εντέρου

 
 
Επιγαστρική κήλη
 
   

Οι επιγαστρικές κήλες εμφανίζονται σχετικά σπάνια (2%-3% του πληθυσμού) και είναι συχνότερες στους άνδρες. Εμφανίζονται κατά μήκος της  μέσης γραμμής(λευκή γραμμή) που ενώνει το στέρνο με τον ομφαλό και οι κήλες αυτής της κατηγορίας ονομάζονται «κήλες της λευκής γραμμής». Οι κήλες αυτές συµβαίνουν συχνότερα άνωθεν παρά κάτωθεν του οµφαλού. Αυτές οι κήλες είναι συνήθως µικρές και διαγιγνώσκονται δύσκολα σε παχύσαρκους ασθενείς. Κυρίως προκαλούν συμπτώματα που ποικίλλουν, από τοπική ευαισθησία και πόνο έως ναυτία και τάση για έμετο. Συνήθως οι ασθενείς παραπονούνται για ένα επώδυνο αίσθηµα, όπου προέχει η τάση στη µέση γραµµή, κατά την έγερση.

Ως ιδιαίτερος τύπος κήλης της λευκής γραμμής θεωρείται η διάσταση των ορθών κοιλιακών μυών. Μόνο ο χειρουργός μπορεί να ξεχωρίσει αυτά τα δύο είδη κηλών και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, διότι οι κήλες της λευκής γραμμής θα πρέπει να χειρουργούνται, ενώ αντίθετα η διάσταση των ορθών κοιλιακών μυών συνήθως δεν απαιτεί χειρουργική αντιμετώπιση παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις.

Η επιγαστρική κήλη θεωρείται είναι επικίνδυνος τύπος κήλης, διότι συχνά αναπτύσσει περίσφιξη. Η κατεξοχήν ενδεδειγμένη θεραπεία είναι η χειρουργική αποκατάσταση και µπορούν συνήθως να επιδιορθωθούν µε απλές ραφές. Ο χειρουργός πρέπει να γνωρίζει ότι αυτές οι κήλες είναι συχνά πολλαπλές(κήλη δίκην ελβετικού τυριού/Swiss-cheese defect ) και η επαρκής αποκάλυψη της λευκής γραµµής παρακείµενα της κήλης µπορεί να αποκαλύψει επιπρόσθετες κήλες.
 
 
Μετεγχειρητική κήλη
 
     
 
Ως μετεγχειρητική κοιλιοκήλη  ορίζεται κάθε ψηλαφητό χάσμα του κοιλιακού τοιχώματος, με ή χωρίς διόγκωση, που εμφανίζεται μέσα σε 12 μήνες μετά από μια χειρουργική τομή στην κοιλϊα. Προκαλείται λόγω ατελούς επούλωσης του τραύµατος παλαιότερης χειρουργικής τοµής. Από όλες τις κήλες, οι μετεγχειρητικές θεωρούνται ως οι πιο δύσκολες και επίπονες στην θεραπεία και προβληµατίζουν, διότι έχουν µεγάλα ποσοστά επιπλοκών, αλλά και υποτροπών. Η χειρουργική αποκατάσταση μετεγχειρητικής κοιλιοκήλης είναι σήμερα μια από τις προκλήσεις με τις οποίες ο χειρουργός θα έρθει αντιμέτωπος καθώς αποτελεί συχνή επιπλοκή κάθε προηγούμενης χειρουργικής επέμβασης κοιλίας. Οι μετεγχειρητικές κήλες, χωρίς θεραπεία, μεγαλώνουν με την πάροδο του χρόνου, δημιουργούν αίσθημα πόνου στον ασθενή και τελικά παγίδευση του εντέρου, απόφραξη και ενδεχόμενη νέκρωση. Πολλοϊ από τους παράγοντες που οδήγησαν στη δηµιουργία µιας µετεγχειρητικής κοιλιοκήλης, παραµένουν και µετά την αποκατάστασή της. Μερικοί από αυτούς µπορεϊ να µειωθούν κατά την προεγχειρητική προετοιµασία, ενώ άλλοι είναι μόνιμοι ή και χειροτερεύουν προοδευτικά.
Οι κοιλιοκήλες αποτελούν μία πολύ συχνή χειρουργική πάθηση. Σήμερα στις Η.Π.Α. εκτελούνται ετησίως 2 εκατομμύρια επεμβάσεις αποκαταστάσης κηλών των κοιλιακών τοιχωμάτων. Από αυτές το 15% αφορούν μετεγχειρητικές κήλες.  Η οικονομική επιβάρυνση από την αποκατάσταση όλων αυτών των κηλών έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα υψηλή και στις Η.Π.Α. έχει υπολογιστεί ότι δαπανώνται 3 δις δολάρια ετησίως, που αφορούν νοσηλεία και απώλεια εργατοωρών.Συγκρίνοντας τις χειρουργικές κοιλιακές τομές ο κίνδυνος δημιουργίας μετεγχειρητικής κήλης μετά από μέση κοιλιοτομή είναι 10%  σε εγκάρσιες τομές 7,5% και σε παράμεσες τομές 2,5%. Η συχνότητα σε σχέση με το φύλο είναι 1:1.

Πολλοί είναι οι παράγοντες εκείνοι που συμβάλουν στη δηµιουργία µετεγχειρητικής κοιλιοκήλης  και στην αποτυχία της χειρουργικής της αποκατάστασης. Ο πιο συχνός παράγοντας δηµιουργίας µετεγχειρητικής κοιλιοκήλης είναι η διαπύηση του χειρουργικού τραύµατος, η οποία οδηγεί σε διαταραχή της επούλωσης και εξασθένηση των ιστών της περιοχής.Η παχυσαρκία αποτελεί μείζονα προδιαθεσικό παράγοντα. Ο όγκος που σχετίζεται τόσο µε το λιπώδες επίπλουν όσο και µε το υποδόριο λίπος προκαλεί µεγάλη τάση στην περιοχή του τραύµατος κατά τη µετεγχειρητική περίοδο της επούλωσης. Πολλοί από αυτούς τους ασθενείς έχουν έλλειψη µυϊκής µάζας και ασθενή περιτονία, που καλείται να ανταπεξέλθει στην αυξηµένη τάση. Η χειρουργική αποκατάσταση σε παχύσαρκους σχετίζεται, επίσης, µε αυξηµένα ποσοστά πνευµονικών επιπλοκών, διαπυήσεων τραύµατος, πνευµονικής εµβολής και υποτροπής της κήλης.

Ορισμένα φάρμακα επίσης έχει αποδειχθεί ότι οδηγούν σε φτωχή επούλωση. Τα στεροειδή και η χηµειοθεραπεία είναι δύο από τα πιο συχνά χρησιµοποιούµενα φάρµακα, που έχουν ενοχοποιηθεί για τη δηµιουργία µετεγχειρητικής κήλης. Αυτά αναστέλλουν τη φυσιολογική φλεγµονώδη απάντηση δηµιουργώντας με τον τρόπο αυτό εµπόδιο στη διαδικασία της επούλωσης.

Άλλοι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο δηµιουργίας µετεγχειρητικής κοιλιοκήλης είναι η µεγάλη ηλικία, ο υποσιτισµός, ο ασκίτης, το ύγρωμα, το µετεγχειρητικό αιµάτωµα, η εγκυµοσύνη και άλλες καταστάσεις που προκαλούν αυξηµένη τάση στο κοιλιακό τοίχωµα. Επίσης αφορούν συνυπάρχουσες παθήσεις τις οποίες ο ασθενής είχε κατά την προηγηθείσα επέμβαση όπως: παθολογικός μεταβολισμός κολλαγόνου, νεφρική ανεπάρκεια, κάπνισμα, ΧΑΠ, σακχαρώδης διαβήτης, ακτινοθεραπεία, κακή θρέψη, χρήση αντιπηκτικών και κίρρωση ήπατος.

Υπάρχουν πολλές μέθοδοι αποκατάστασης της μετεγχειρητικής κοιλιοκήλης, οι οποίες διακρίνονται σε: 1) ανοικτές (με πλέγμα ή χωρίς πλέγμα) και 2) λαπαροσκοπικές (με πλέγμα), χωρίς όμως να υπάρχει ομοφωνία (consensus) για την καταλληλότερη από αυτές.  Οι ανοικτές μέθοδοι μπορεί να διαχωριστούν σε απλές, όπως είναι η απλή συνεχόμενη ή διακεκομμένη συρραφή,  η συμπλησίαση του τοιχώματος, η μέθοδος Darn κ.α., και πολύπλοκες αποκαταστάσεις όπως είναι η μέθοδος διαχωρισμού των στοιχείων, οι μέθοδοι σύγκλισης μετά τη διάταση των ιστών.

Τα ποσοστά υποτροπών μετά από χειρουργική αποκατάσταση μιας μετεγχειρητικής κοιλιοκήλης ποικίλουν και μπορεί να φτάνουν μέχρι 54%,  με μέση περίοδο παρακολούθησης από 1- 7 χρόνια. Η συστηματικά χρήση πλέγματος κατά την αποκατάσταση μετεγχειρητικής κήλης αποτελεί σημαντικό βήμα προόδου και έχει αυξηθεί εντυπωσιακά κατά τις τελευταίες δεκαετίες, γιατί αποδεδειγμένα μειώνει τα ποσοστά υποτροπής. Είναι ξεκάθαρο ότι άσχετα με την τεχνική που χρησιμοποιείται, η χρήση πλέγματος στην αποκατάσταση μετεγχειρητικής κοιλιοκήλης μειώνει κατά το ήμισυ τα ποσοστά υποτροπών για όλες τις τεχνικές. Πιο συγκεκριμένα, ο κίνδυνος υποτροπής είναι κατά 24,1% υψηλότερος όταν δεν χρησιμοποιείται πλέγμα σε σχέση με τις αποκαταστάσεις που γίνονται με πλέγμα.

Η χειρουργική προσέγγιση σε ασθενείς με μετεγχειρητική κοιλιοκήλη θα πρέπει να περιλαμβάνει την αποκατάσταση του κοιλιακού τοιχώματος χωρίς τάση και με διατήρηση της κοιλιακής διαμέτρου προς αποφυγή ανάπτυξης αναπνευστικού συνδρόμου περιοριστικού τύπου, γνωστού και ως συνδρόμου κοιλιακού διαμερίσματος. Θεραπευτικά οι κοιλιοκήλες αντιμετωπίζονται χειρουργικά με σύγκλειση του χάσματος. Αν αυτό είναι μικρό (<4 εκ.), τότε γίνεται πρωτογενής συρραφή με μη απορροφήσιμα ράμματα που συμπλησιάζουν τα μυοαπανευρωτικά χείλη του ελλείμματος. Αν το χάσμα είναι μεγαλύτερο, τοποθετείται  πλέγμα για να ενισχυθεί η συρραφή και να αποφευχθεί η υποτροπή.

Ο χειρουργός που θα χρειαστεί να επιδιορθώσει μία κοιλιοκήλη θα πρέπει να γνωρίζει όλες τις μεθόδους  αποκατάστασης ελλειμμάτων με τη χρήση πρωτογενούς συρραφής του κοιλιακού τοιχώματος και, παράλληλα, να έχει «σφαιρική» γνώση όλων των εγχειρητικών τεχνικών και των προσθετικών υλικών αποκατάστασης των ελλειμμάτων του κοιλιακού τοιχώματος. Όμως, παρόλο που τα προσθετικά υλικά παρέχουν την δυνατότητα αποκατάστασης του κοιλιακού τοιχώματος με καλά αποτελέσματα, πρέπει να καταστεί σαφές ότι: «κάθε είδος πλέγματος δεν είναι κατάλληλο για όλες τις περιπτώσεις».

Ο κατάλληλος χρόνος της χειρουργικής αποκατάστασης μιας κήλης θα πρέπει να εκτιµηθεί ξεχωριστά για κάθε ασθενή. Όταν αυτό είναι δυνατό, η αποκατάσταση θα πρέπει να επιχειρηθεί όταν οι υποκείµενες νόσοι έχουν σταθεροποιηθεί και ελεγχθεί πλήρως. Απώλεια σωµατικού βάρους,  ομαλή σίτιση, διακοπή του καπνίσµατος, απόλυτος έλεγχος του σακχάρου στους διαβητικούς και η αποφυγή φαρµακευτικής αγωγής που µπορεί να επηρεάσει αρνητικά την επούλωση, αποτελούν πρωταρχικούς παράγοντες κατά την προεγχειρητική προετοιµασία. Οι περισσότεροι ασθενείς µπορούν να χειρουργηθούν προγραµµατισµένα. Είναι θεμελιώδες να αποκλεισθεί κάθε περίπτωση υποβόσκουσας λοίµωξης στο τραύµα, εάν πρόκειται να τοποθετηθεί πλέγµα για την αποκατάσταση. Η παρουσία πύου ή µικροβίων στην περιοχή του τραύµατος κάνουν πολύ πιθανή την υποτροπή διαπύησης, εφόσον χρησιµοποιηθεί πλέγµα και αποτελεί ιδιαίτερη και δυσκολη περίπτωση που μπορεί να αντιμετωπιστεί με ειδικά βιολογικά πλέγματα

 
 
Ομφαλοκήλη
 
   
 

Στην ομφαλοκήλη η πρόπτωση του ενδοκοιλιακού σπλάχνου λαμβάνει χώρα είτε στην περιοχή του ομφαλού (γνήσιες ομφαλοκήλες) είτε λίγο παρακάτω από αυτόν (παρομφαλική κήλη). Οι παρομφαλικές εμφανίζονται συνήθως στους ενήλικες, ενώ οι γνήσιες ομφαλοκήλες εμφανίζονται συχνότερα στα παιδιά. Η συντριπτική πλειοψηφία των οµφαλοκηλών υπάρχει εκ γενετής. Το οµφαλικό έλλειµµα μπορεί να κλείσει αυτόµατα έως και το 20 έτος της ηλικίας στους περισσότερους ασθενείς. Οι οµφαλοκήλες που εµφανίζονται στους ενήλικες θεωρούνται επίκτητες. Οι ασθενείς στους οποίους υπάρχει µόνιµα υψηλή ενδοκοιλιακή πίεση από οποιαδήποτε αιτία, εµφανίζουν οµφαλοκήλη.Οι κήλες των ενηλίκων οφείλονται σε χαλάρωση και άνοιγμα των κοιλιακών τοιχωμάτων γύρω από τον ομφαλό. Συχνότερα εμφανίζονται σε γυναίκες και μάλιστα στις πολύτοκες και τις παχύσαρκες. Ο ασκίτης ή οξεία κοιλιακή διάταση (π.χ.  λόγω εντερικής απόφραξης) µπορεί να προκαλέσουν οµφαλοκήλη ή να επιδεινώσουν µια ασυμπτωματική ομφαλοκήλη.

Οι οµφαλοκήλες σπάνια προκαλούν εντερική περίσφιξη, στραγγαλισµό ή ρήξη. Η χειρουργική θεραπεία εξασφαλίζει τη διόρθωση της κήλης και αποτελεί την ιδανική θεραπεία. Διορθώνονται µε µια µεγάλη ποικιλία τεχνικών . Μια απλή σύγκλειση της κήλης κατά τον εγκάρσιο άξονα µπορεί να είναι επίσης αποτελεσματική. Μερικές φορές είναι αναγκαία η ενίσχυση του οµφαλικού δακτυλίου µε πλέγµα.


 
Σπάνιες μορφές κήλης:
 

 
Η μετεγχειρητική κήλη μπορεί να εμφανιστεί σε κάθε σημείο της κοιλίας που έχει υποστεί
χειρουργική παρέμβαση στο παρελθόν. Η ουλή αντιπροσωπεύει μια ευαίσθητη περιοχή
όπου με την πρόοδο του χρόνου μπορεί να εξασθενήσει και να δημιουργηθεί κήλη. Η
αντιμετώπιση είναι η χειρουργική αποκατάσταση.

 
κήλη του Spigeli
 
 
 
Ο Βέλγος καθηγητής ανατομικής, Andrian van der Spiegel,πρώτος περιέγραψε την ημισεληνοειδή γραμμή,δηλαδή τη μετάπτωση του εγκαρσίου κοιλιακού μυός στην απονεύρωσή του στα πλάγια του οπίσθιου χείλους της θήκης του ορθού κοιλιακού μυός.Η Σπιγγέλειος κήλη προπίπτει από ευένδοτη περιοχή πλαγίως της θήκης του ορθού κοιλιακού μυός και κάτωθεν της ημισεληνοειδούς γραμμής,ενώ παρατηρείται  συχνότερα σε ηλικιωμένες γυναίκες.Έχει συνήθως μικρή διάμετρο(περίπου 1 με 2 cm) και μπορεί να περιέχει μείζον επίπλουν,λεπτό ή παχύ έντερο.Η συνηθέστερη κλινική εικόνα περιλαμβάνει πόνο και ψηλαφητή μάζα πλαγίως της θήκης του ορθού κοιλιακού μυός.Συχνές επιπλοκές είναι η περίσφιξη και ο στραγγαλισμός.Επειδή η ΣΚ είναι ενδοτοιχωματική αναπτυσσόμενη συνήθως κάτω από την απονεύρωση του έξω λοξού κοιλιακού μυός,η κλινική διάγνωση είναι δύσκολη και απαιτείται απεικονιστικός έλεγχος με υπερηχοτομογραφία και αξονική τομογραφία. H θεραπεία είναι χειρουργική και πραγματοποιείται με ανοικτή ή λαπαροσκοπική μέθοδο. Εκτελείται συµπλησίαση των ιστών στην περιοχή του ελλείµµατος µε διακεκοµµένα ράµµατα η οποία είναι επαρκής στις περισσότερες περιπτώσεις. Παρόλα αυτά, εάν το έλλειµµα είναι µεγάλο και οι ιστοί εξασθενηµένοι µπορεί να απαιτηθεί και η τοποθέτηση πλέγµατος.
 Πολλοί από τους ασθενείς που προσέρχονται µε κήλη Spigeli είναι παχύσαρκοι και προεγχειρητικά η διάγνωση τίθεται σωστά µόνο στο 50% των περιπτώσεων. Οι κήλες αυτής της κατηγορίας αποτελούν τυχαίο εύρηµα κατά τη διενέργεια υπερηχογραφηµάτων ή αξονικών τοµογραφιών. Ο χειρισµός Valsalva κατά τη διενέργεια αξονικής τοµογραφίας αυξάνει την ευαισθησία της µεθόδου.

Οσφυϊκές κήλες

   
Οι οσφυϊκές κήλες προβάλλουν στην οσφυϊκή χώρα διαµέσου του οπίσθιου κοιλιακού τοιχώµατος. Συγκεκριµένα, η κήλη του Grynfeltt προβάλλει στο άνω οσφυϊκό τρίγωνο, ενώ η κήλη του Petit στο κάτω οσφυϊκό τρίγωνο. Μια τρίτη κατηγορία, οι διάχυτες οσφυϊκές κήλες είναι συνήθως ιατρογενείς.

Οι οσφυϊκές κήλες συνήθως µεγεθύνονται προοδευτικά και αποτελούν συχνά αισθητικό πρόβληµα. Η απλή συρραφή είναι αρκετή για την αποκατάσταση των µικρών σε µέγεθος κηλών στις περισσότερες περπτώσεις. Για τις ευµεγέθεις κήλες, η αποκατάσταση αποτελεί πρόκληση. Σε ορισµένες περιπτώσεις είναι δυνατή η αποκατάσταση µε αλλεπάλληλα επικαλυπτόµενα ράµµατα. Αντίθετα, σε ασθενείς µε µεγάλες κήλες ή σε αυτούς που προσέρχονται µε πολύ εξασθενηµένο κοιλιακό τοίχωµα, µπορεί να χρειασθεί η τοποθέτηση πλέγµατος, ελεύθερου κρηµνού ή ελεύθερου µοσχεύµατος.

 κήλη του θυρεοειδούς τρήματος
Ο θυροειδής πόρος καλύπτεται από µεµβράνη, την οποία διαπερνούν το θυροειδές νεύρο και τα θυροειδικά αγγεία. Η εξασθένηση της θυροειδικής µεµβράνης και η διεύρυνση του πόρου µπορεί να οδηγήσει στη δηµιουργία κηλικού σάκου, προβολή του εντέρου και απόφραξη. Ο θυροειδής πόρος έχει µήκος 2 έως 3 cm και µπορεί να περιέχει στρώµα λίπους, η παρουσία του οποίου από πολλούς χειρουργούς θεωρείται παθολογική. Ο ασθενής πολλές φορές προσέρχεται µε κλινικά σηµεία πίεσης του θυροειδούς νεύρου, δηλαδή πόνο στην έσω επιφάνεια του µηρού.

Η χειρουργική αποκατάσταση της κήλης δια του θυροειδούς τρήµατος μπορεί να γίνει µε διάφορες προσπελάσεις. Η κοιλιακή προσπέλαση, ανοικτή ή λαπαροσκοπική, προτιµάται όταν υπάρχει υπόνοια συµµετοχής του εντέρου. Η προσέγγιση από τον οπισθοπεριτοναϊκό χώρο προτιµάται από πολλούς χειρουργούς όταν δεν υπάρχουν σηµεία απόφραξης ή συµµετοχής του εντέρου. Επίσης, περιγράφονται η θυρεοειδική, η βουβωνική, καθώς και άλλες συνδυασµένες προσεγγίσεις. Ανεξάρτητα από την προσέγγιση, η ανάταξη του περιεχομένου και η αναστροφή του κηλικού σάκου αποτελούν τα αρχικά βήµατα στη χειρουργική επιδιόρθωση αυτών των κηλών. Η απώθηση του θυροειδούς νεύρου µε τη βοήθεια ενός ειδικού αγκίστρου για νεύρα και ήπιους χειρισµούς διευκολύνει την ανάταξη του λίπους από τον πόρο στην πύελο. Στη συνέχεια, το στρώµα λίπους µπορεί να εκταµεί µε ευκολία, γεγονός που οδηγεί σε άρση της πίεσης που ασκούνταν στο θυροειδές νεύρο. Το διευρυμένο θυροειδές τρήµα επιδιορθώνεται µε διακεκοµµένα ράµµατα.

κήλη Richter
 
Κήλη Richter ονομάζουμε τη κήλη εκείνη στην οποία μόνο το αντιµεσεντερικό χείλος του εντέρου (και όχι η συνολική περιφέρεια του εντέρου) προβάλλει εντός του κηλικού σάκου. Τα συµπτώµατα και η κλινική πορεία ποικίλλουν ευρέως και εξαρτώνται από το βαθµό της εντερικής έμφραξης που σχετίζεται µε το µήκος της περιφέρειας του εντέρου που εγκλωβίζεται εντός του κηλικού σάκου. Μπορεί να συµβεί στραγγαλισµός, εκδηλούµενος ως επώδυνη µάζα, ναυτία, έµετος και κοιλιακή διάταση. Από την άλλη, µια µικρή, ασυµπτωµατική κήλη Richter µπορεί να παραµένει αδιάγνωστη έως τη στιγµή του χειρουργείου. Η κήλη Richter µπορεί να συµβεί σε κάθε τύπο κήλης των κοιλιακών τοιχωµάτων, αλλά η πιο συχνή εμφάνιση είναι στη µηροκήλη.

Η επιδιόρθωση μιας κήλης Richter βασίζεται στην εντόπιση της  κήλης και το πιο κρίσιµο στοιχείο στην επιδιόρθωσή της είναι η επαρκής αξιολόγηση της βιωσιµότητας του εντέρου. Σε κάποιες περιπτώσεις, είναι αδύνατο να εκτιµηθεί ή να αντιµετωπισθεί επαρκώς το έντερο διαµέσου της τοµής για την επιδιόρθωση της κήλης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, µπορεί να απαιτηθεί επιπρόσθετη ερευνητική λαπαροτοµή. Η διαγνωστική λαπαροσκόπηση µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως εναλλακτική της ερευνητικής λαπαροτοµίας για την εκτίµηση της βιωσιμότητας του εντέρου.

κήλη Littre
 
Η παρουσία ενός εκκολπώµατος Meckel ως αποκλειστικού περιεχοµένου του κηλικού σάκου συνιστά την κήλη Littre. Αυτή η σπάνια οντότητα µπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολη στη διάγνωση, λόγω της έλλειψης αποφρακτικών συµπτωµάτων. Στραγγαλισµός του εκκολπώµατος του Meckel µπορεί να συµβεί, οδηγώντας σε αποστηµατοποίηση ή συριγγοποίηση. Η χειρουργική αντιµετώπιση περιλαµβάνει επιδιόρθωση της κήλης µε ή χωρίς εκτοµή της Μεκελλείου. Μια Μεκέλειος συµπτωµατική ή στραγγαλισµένη πρέπει να εκτέµνεται. Η εκλεκτική εκτοµή µιας ασυµπτωµατικής Μεκελείου πρέπει να βασίζεται στην ηλικία και τη γενική κλινική κατάσταση του ασθενούς.
 
 
κήλη των αθλητών
Υπάρχει µια ποικιλία καταστάσεων που προκαλούν πόνο στη βουβωνική περιοχή, χωρίς ωστόσο να υπάρχει κλινικά εµφανής βουβωνοκήλη. Επειδή οι καταστάσεις αυτές απαντώνται συνηθέστερα σε επαγγελµατίες αθλητές και η συμπτωματολογία τους είναι παρόμοια με εκείνη που προκαλούν οι κήλες, ονομάζονται γενικόλογα με τον όρο «κήλη των αθλητών»(sportsman’s hernia). Η βιβλιογραφία που ασχολείται με το θέμα αυτό μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, επειδή μερικοί συγγραφείς περιλαμβάνουν ολόκληρο το φάσμα των αιτιών βουβωνικού άλγους με τον όρο «κήλη των αθλητών» , όπως για παράδειγμα είναι η ηβαλγία (pupalgia) και το σύνδρομο των προσαγωγών μυών. Άλλοι περιορίζουν τον όρο μόνο για την ομάδα των ασθενών εκείνων, που έχουν μια λανθάνουσα κήλη, η οποία ανιχνεύεται είτε με απεικονιστική μέθοδο, είτε μετά από  χειρουργική διερεύνηση.
Για την σωστή χρήση του όρου, η κήλη των αθλητών  αποτελεί ένα σύνδρομο, που χαρακτηρίζεται από χρόνιο πόνο στη βουβωνική περιοχή και οφείλεται σε ανατομική αλλοίωση του βουβωνικού πόρου ή των μυοαπονευρωτικών  και συνδεσμικών στοιχείων, που συμμετέχουν στο σχηματισμό της μηροβουβωνικής περιοχής. Ονομάσθηκε κήλη των αθλητών επειδή, αφορά κυρίως αθλητές, ποδοσφαιριστές, καλαθοσφαιριστές και δρομείς ανώμαλου δρόμου, χωρίς όμως να αποκλείεται καμία ομάδα αθλητικών δραστηριοτήτων. Επίσης, η πάθηση μπορεί να εμφανισθεί ακόμα και σε μη αθλητές, σε απλά ασκούμενους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για κήλη, επειδή με την κλινική εξέταση και τις απεικονιστικές εξετάσεις δεν υπάρχει εμφανής κήλη. Ωστόσο, ο όρος κήλη έχει παραμείνει και χρησιμοποιείται επειδή η θεραπεία της πάθησης είναι όμοια με εκείνη που εφαρμόζεται και για τις τυπικές κήλες, δηλαδή χειρουργική. Περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον χειρουργό J. Gilmore το 1980, προς τιμήν του οποίου η πάθηση περιγράφεται και ως “Gilmore groin”. Η συχνότητα της πάθησης είναι περίπου η ίδια σε άντρες και γυναίκες.

Η ακριβής φύση της ανατομικής βλάβης που ευθύνεται για την κήλη των αθλητών ποικίλει από άτομο σε άτομο. Πιστεύεται ότι οφείλεται σε τραυματισμούς της βουβωνικής χώρας. Ο τραυματισμός αυτός μπορεί να είναι μία άμεση πήξη της βουβωνικής περιοχής, όπως για παράδειγμα μια κλωτσιά ή συνηθέστερα να είναι το αποτέλεσμα πολλαπλών, επαναλαμβανόμενων καταπονήσεων. Η καταπονήσεις της περιοχής είναι συχνότερες σε ποδοσφαιριστές και καλαθοσφαιριστές λόγω, της ταχείας επιτάχυνσης, επιβράδυνσης και αλλαγής κατεύθυνσης του σώματος τους ανάλογα με τις απαιτήσεις του αθλήματος. Οι τραυματισμοί της βουβωνικής χώρας προκαλούν εξασθένιση του οπισθίου τοιχώματος του βουβωνικού πόρου και σταδιακά την χαλάρωση του έξω βουβωνικού στομίου που ουσιαστικά είναι και η αιτία της πάθησης. Η χαλάρωση του έξω βουβωνικού στομίου μπορεί να οφείλεται πιθανώς σε ρήξη της απονεύρωσης του έξω λοξού ή σε ρήξη του κοινού καταφυτικού τένοντα του έσω λοξού και εγκάρσιου κοιλιακού μυός, σε αποκόλληση του κοινού καταφυτικού τένοντα από το ηβικό φύμα ή σε διάσταση μεταξύ κοινού καταφυτικού τένοντα και βουβωνικού συνδέσμου,σε ρήξη της απονεύρωσης του εγκάρσιου κοιλιακού ή σε ρήξη της εγκάρσιας περιτονίας ή ακόμα και σε διαχωρισμό του βουβωνικού συνδέσμου κοκ

Παρά όμως την αποδυνάμωση του οπισθίου τοιχώματος του βουβωνικού πόρου και τη χαλάρωση του έξω  βουβωνικού στομίου δεν διαπιστώνεται κλινικά ανιχνεύσιμη βουβωνοκήλη, λοξή ή ευθεία, κατά την κλινική εξέταση.Η κήλη των αθλητών χαρακτηρίζεται από αιφνίδιο, οξύ, επιδεινούμενο βουβωνικό άλγος, που συνήθως αφορά τη μία από της δύο βουβωνικές χώρες και συμβαίνει κατά την άθληση. Η αντανάκλαση του πόνου είναι προς την έσω επιφάνεια του μηρού, ενώ σπανιότερα μπορεί να αντανακλά προς τους όρχεις ή το περίνεο ή κι ακόμα μπορεί να είναι δύσκολο στον ασθενή να εντοπίσει ακριβώς το σημείο του πόνου. Στα πρώιμα στάδια ο πόνος υποχωρεί με την ανάπαυση και ο ασθενής μπορεί να συνεχίσει την άθληση, ωστόσο προοδευτικά επιδεινώνεται και σε πιο προχωρημένο στάδιο ο πόνος εμφανίζεται ακόμα και στην μετακίνηση ή την κάμψη του κορμού. Κάποιες φορές ακόμα και η αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης όπως κατά τον βήχα ή το φτέρνισμα είναι αρκετή για να συνοδευτεί από βουβωνικό άλγος. Στο στάδιο αυτό η πάθηση χαρακτηρίζεται από χρόνιο βουβωνικό πόνο. Η ένταση και η διάρκεια του πόνου τότε, επηρεάζει σημαντικά την απόδοση του αθλούμενου ασθενή, ο οποίος συνήθως αναγκάζεται να διακόψει την αθλητική του δραστηριότητα.
Η διάγνωση είναι συχνά δύσκολη, τόσο για τον αθλητή όσο και για τον ιατρό, και παραμένει αδιευκρίνιστη περίπου στο 30% των περιπτώσεων. Παράγοντες που δυσκολεύουν τη διάγνωση είναι η πολυπλοκότητα της ανατομίας της περιοχής και η συχνή συνύπαρξη πολλών παθήσεων.Για να τεθεί η διάγνωση της κήλης των αθλητών είναι απαραίτητο να αποκλεισθούν άλλες παθήσεις που συνοδεύονται με βουβωνικό πόνο όπως για παράδειγμα οι τυπικές βουβωνοκήλες (ευθεία ή λοξή), το σύνδρομο των προσαγωγών, η τενοντίτιδα του λαγονοψοΐτη, η ηβική οστεΐτιδα, τα κατάγματα από κόπωση του ηβικού οστού, τα κατάγματα από κόπωση του αυχένα του μηριαίου, η παγίδευση του θυρεοειδούς νεύρου κα. Για το σκοπό αυτό συνήθως χρησιμοποιούνται απεικονιστικές εξετάσεις. Οι ακτινογραφίες, το υπερηχογράφημα, η αξονική τομογραφία και η  λαπαροσκόπηση  έχουν όλες θέση στην αξιολόγηση αυτών των ασθενών και μπορεί να βοηθήσουν στον αποκλεισμό άλλων παθήσεων που προκαλούν βουβωνικό άλγος. Η MRI έχει αναδειχθεί ως η πιο αξιόπιστη εξέταση λόγω της ικανότητας της να διαχωρίσει μεταξύ μυϊκής ρήξης, οστεΐτιδας του ηβικού οστού, θυλακίτιδας και κατάγματος κόπωσης.

Παρ’ όλα αυτά, η διάγνωση της κήλης των αθλητών βασίζεται κατά κύριο λόγο στο ιστορικό της πάθησης, την εξέλιξη των συμπτωμάτων την πορεία της νόσου και την λεπτομερή κλινική εξέταση της περιοχής. Τυπικά, ο πόνος αναπαράγεται με τον βήχα και το φτάρνισμα σε όρθια θέση. Το πιο σταθερό κλινικό εύρημα της κήλης των αθλητών είναι η διάταση του έξω βουβωνικού στομίου στην πάσχουσα πλευρά, η οποία αναδεικνύεται με το δάκτυλο του χειρουργού μέσα από το όσχεο ανάστροφα, χωρίς όμως να διαπιστώνεται η παρουσία κήλης. Το βουβωνικό στόμιο πρέπει πάντα να αναζητάται και να ελέγχεται με προσοχή όταν υπάρχει η υποψία της πάθησης.                                                                                                                                                                                                      Μετά τη χειρουργική αποκατάσταση μιας κήλης των αθλητών χρειάζεται ειδικό πρόγραμμα αποκατάστασης, που γίνεται από ειδικούς Φυσιοθεραπευτές και την επιτήρηση από ειδικούς Φυσίατρους και Αθλητίατρους. Η επάνοδος στην άθληση διαρκεί 4 -6 εβδομάδες κατά τις οποίες προοδευτικά αλλάζει το είδος και η διάρκεια της επιτρεπόμενης άσκησης.Μετά από όλα αυτά, όταν η διάγνωση είναι ακριβής και η επέμβαση γίνει από έμπειρο χειρουργό και ακολουθηθεί πιστά το πρόγραμμα αποκατάστασης, το ποσοστό επιτυχίας φθάνει το 97%.

Η συντηρητική θεραπεία του χρόνιου βουβωνικού πόνου μπορεί να δοκιμαστεί σε περιπτώσεις αβέβαιης διάγνωσης και επί απουσίας εμφανούς βλάβης, που να επιδέχεται χειρουργική αποκατάσταση. Αποσκοπεί βασικά στην ενδυνάμωση των μυών του μηρού και της πυέλου με φυσιοθεραπεία. Η αντιμετώπιση της νόσου στα αρχικά στάδια γίνεται με παυσίπονα, αντιφλεγμονώδη φάρμακα και με βιταμίνες. Άλλες συντηρητικές μέθοδοι, όπως ραδιοσυχνότητες, κρυοθεραπεία, ακόμη και βελονισμός, έχουν αναφερθεί με ποικίλο βαθμό επιτυχίας. Άλλες συντηρητικές μέθοδοι, όπως ραδιοσυχνότητες, κρυοθεραπεία, ακόμη και βελονισμός, έχουν αναφερθεί με ποικίλο βαθμό επιτυχίας. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις η συντηρητική θεραπεία προσφέρει μόνο παροδική ανακούφιση, γιατί η συμπτωματολογία υποτροπιάζει και πάλι.

Εάν τα συμπτώματα επιμείνουν, ο ασθενής θα πρέπει να υποβληθεί σε χειρουργική διερεύνηση και αποκατάσταση. Η διερεύνηση της βουβωνικής χώρας είναι ιδιαίτερα χρήσιμη και αποδοτική, όταν ανευρίσκεται μια συγκεκριμένη διορθώσιμη βλάβη, όπως μια σχισμένη απονεύρωση του έξω λοξού, με ή χωρίς παγίδευση του λαγονοβουβωνικού νεύρου. Επί θετικών ευρημάτων, συνηθέστερα, ανευρίσκεται ένα μη ειδικό έλλειμμα του οπίσθιου τοιχώματος του βουβωνικού πόρου, που περιλαμβάνει μια λανθάνουσα βουβωνοκήλη. Στις περιπτώσεις αυτές γίνεται χειρουργική επιδιόρθωση και ενίσχυση του οπισθίου τοιχώματος του βουβωνικού πόρου.
 
 
Λαπαροσκοπική Χειρουργική
 
 
 
Κλασσική Χειρουργική
 
 
 
Χειρουργική Θυρεοειδούς